νετάρισμα

νετάρισμα
το [νετάρω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νετάρω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μπαζάρισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαζάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαζάρω, κατά τα ουδ. σε ισμα (πρβλ. νετάρω: νετάρισμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”